Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πόλεως δίχα

См. также в других словарях:

  • δίχα — (AM) [δις] (πρόθεση) (με γεν.) χωρίς (α. «δίχα θορύβου και βοῆς» β. «ἀνθρώπων δίχα» χωρίς ανθρώπους γ. «μόνη, φασγάνου δίχα» μόνη, χωρίς ξίφος) αρχ. Ι. επίρρ. 1. σε δύο μέρη, χωριστά (α. «πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ» χτυπώντας στα πλευρά, έκοβε… …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οίκηση — η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ] 1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση 2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.) νεοελλ. 1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»